- ψευδαργυρώνω
- [-ώ (ο)] μετ. оцинковывать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψευδαργυρώνω — Ν καλύπτω μια επιφάνεια με επίστρωμα ψευδαργύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδάργυρος. Το ρ. ψευδαργυρῶ μαρτυρείται από το 1866 στον Αν. Κ. Χρηστομάνο] … Dictionary of Greek